αμυσταγώγητος

αμυσταγώγητος
ος , ον
1) незнающий, непосвящённый (в таинство); 2) перен. несведущий, не имеющий понятия о чём-л.

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αμυσταγώγητος" в других словарях:

  • αμυσταγώγητος — η, ο (Α ἀμυσταγώγητος, ον) [μυσταγωγῶ] αυτός που δεν έχει μυσταγωγηθεί, μυηθεί στα μυστήρια τής εκκλησίας, ο αμύητος …   Dictionary of Greek

  • αμυσταγώγητος — η, ο επίρρ. α αμύητος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμυστηρίαστος — ἀμυστηρίαστος, η, ο (Μ) [μυστηριάζω] ο αμυσταγώγητος* …   Dictionary of Greek

  • αμύητος — η, ο (Α ἀμύητος, ον) ο μη μυημένος, αυτός που δεν έχει εισαχθεί στα μυστήρια μιας θρησκείας ή λατρείας, αμυσταγώγητος νεοελλ. αυτός που δεν έχει εισαχθεί στα μυστικά μιας θεωρίας, επιστήμης ή τέχνης, ακατατόπιστος, ανίδεος αρχ. 1. (στον Πλάτ.)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»